θηκίον
From LSJ
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
English (LSJ)
τό, Dim. of θήκη, PFay.104.5 (iii A.D.), IG12(3).1238 (Melos, iii/iv A.D.), Hsch.
German (Pape)
[Seite 1207] τό, dim. zum Vor., Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
θηκίον: τό, ὑποκορ. τοῦ θήκη, Ἡσύχ., Συλλ. Ἐπιγρ. 9288.