θηκίον
From LSJ
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
English (LSJ)
τό, Dim. of θήκη, PFay.104.5 (iii A.D.), IG12(3).1238 (Melos, iii/iv A.D.), Hsch.
German (Pape)
[Seite 1207] τό, dim. zum Vor., Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
θηκίον: τό, ὑποκορ. τοῦ θήκη, Ἡσύχ., Συλλ. Ἐπιγρ. 9288.
Greek Monolingual
θηκίον, τὸ (Α)
μικρή θήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θήκη + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. κοράσιον, παιδίον)].