μόρφασμα
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
German (Pape)
[Seite 208] τό, das Abgebildete, Nicet.
Greek (Liddell-Scott)
μόρφασμα: τό, ἀπεικόνισμα, ψυχῆς ἐκπορνευούσης μόρφασμα (ἡ ὑπόκρισις) Εὐστ. Πονημάτ. 73. 37.