στείρωσις
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
εως, ἡ,
A barrenness, unfruitfulness, Ph.2.310, Heph. Astr.1.22.
German (Pape)
[Seite 933] ἡ, Unfruchtbarkeit. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στείρωσις: ἡ, (στεῖρος) ἔλλειψις γονιμότητος, ἀκαρπία, Φίλων 2. 310, Ἐκκλ.