iron
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
English > Greek (Woodhouse)
subs.
P. and V. σίδηρος, ὁ. Red hot iron: V. μύδρος, ὁ. Forge iron, v.: V. μυδροκτυπεῖν (absol.). Bar of iron, subs.: P. σιδήριον, τό. Be covered with iron, v.: P. σιδηροῦσθαι. Heavy with iron, adj.: V. σιδηροβριθής (Eur., Frag.). Land producing iron, : V. σιδηρομήτωρ αἶα ἡ. adj. P. and V. σιδηροῦς (Eur., Bacch. 231).