εἰσορμάω
δασύποδα λαγὼν παραδραμεῖται χελώνη → the tortoise will outrun the hairy-footed hare
English (LSJ)
A bring forcibly into, ῥυθμὸν Μούσῃ AP7.707 (Diosc.):— Pass., rush into, c. acc., θάλαμον εἰσορμωμένην S.Tr.913:—intr. in Act., εἰσορμᾶν πρὸς Ἱππότας Plu.2.775a.
German (Pape)
[Seite 745] hineindringen, -drängen, Diosc. 29 (VI, 707). – Dep., hineindringen, θάλαμον Soph. Tr. 909, wie auch das act. bei Plut. amat. narr. 4 mit πρός τινα verbunden steht.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσορμάω: εἰσάγω μεθ’ ὁρμῆς ἢ βίας, καὶ πάλιν εἰσώρμησα τὸν ἄρσενα Δωρίδι Μούσῃ ῥυθμὸν Ἀνθ. Π. 707: ― Παθ., εἰσέρχομαι μεθ’ ὁρμῆς εἰς..., μετ’ αἰτ., θάλαμον εἰσορμωμένην Σοφ. Τρ. 913˙ οὕτω καὶ ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., εἰσορμᾶν εἰς τόπον Πλούτ. 2. 774F.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
poét. ἐσορμάω;
pénétrer de force dans;
Moy. εἰσορμάομαι-ῶμαι m. sign.
Étymologie: εἰς, ὁρμάω.