ἁγιάζω
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
English (LSJ)
A = ἁγίζω, LXX Ge.2.3,al., Ph.2.238:—Pass., ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου Ev.Matt.6.9.
German (Pape)
[Seite 14] (ἅγιος), heiligen, weihen, reinigen, N. T.; Pass. verehrt werden, Sp., wie N. T.; bei Dion. H. 7, 2 τὰ ἡγιασμένα, Opfer; ἁγιάζειν μνήμην Ep. ad. 716 (App. 339).
Greek (Liddell-Scott)
ἁγιάζω: μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ ἁγίζω, Ἀνθ. Π. παράρτ. 339, Ἑβδ., Κ. Δ., Ἐκκλ.· - παρὰ Διον. Ἁλ. 7.72, τῶν ἁγιαζομένων, πιθαν. ἔπρεπε νὰ διορθωθῇ ἁγνιζομένων· πρβλ. περιαγνίσαντες, αὐτόθι ὀλίγον ἀνωτέρω�.
French (Bailly abrégé)
1 sanctifier, consacrer comme saint, consacrer ; SEPT mettre à part comme consacré à Dieu;
2 souiller.
Étymologie: ἅγιος.