λύγδος
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
English (LSJ)
ἡ,
A white marble, Peripl.M.Rubr.24; λύγδου λειότερον AP5.27 (Rufin.); οἷά τε λύγδου γλυπτήν ib.193 (Posidipp. or Asclep.); ἡ Παρία λ. D.S.2.52, cf. Mart.6.13,42.
German (Pape)
[Seite 67] ὁ (λυκ), weißer Marmor, ein blendend weißer Stein, auch fem., ἡ Παρία λύγδος, parischer Marmor, D. Sic. 2, 52; λύγδου λειότερον Rutin. 38 (V, 28), u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λύγδος: ἡ, λευκὸν μάρμαρον, λύγδου λειότερον Ἀνθ. Π. 5. 28· οἷά τε λύγδου γλυπτὴν αὐτόθι 194· ἡ Παρία λύγδος Διόδ. 2. 52. (Ἴσως ἐκ √ΛΥΚ, λύκη, ὡς ἐκ τῆς λαμπρᾶς αὐτοῦ λευκότητος, ἴδε Κούρτ. 523).
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
marbre blanc.
Étymologie: R. Λυκ, briller.