ἀμφιπένομαι
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
Ep. only pres. and impf.,
A = πένομαι ἀμφί τινα, to be busied about, take charge of, c. acc. pers., οἵ μευ πατέρ' ἀμφεπένοντο Od.15.467; of people tending a wounded man, Il.4.220, 16.28, Od. 19.455: c. acc. rei, δῶρα Il.19.278; τάφον, στόλον, δόρπον, A.R. 2.925, 1199, 4.883; ταῦρον Id.3.271. b τὸν οὐ κύνες ἀμφεπένοντο dogs made not a meal of him, Il.23.184, cf. 21.203; λέων . . ὅν τ' ἐν ὄρεσσιν ἀνέρες ἀμφιπένονται hem in, A.R.2.27.
German (Pape)
[Seite 141] um etwas beschäftigt sein, Hom. z. B. πατέρ' ἀμφεπένοντο Od. 15, 467, τοὺς ἰητροὶ ἀμφιπένονται Il. 16, 28, δῶρα 19, 278; im schlimmen Sinne, über einen herfallen, κύνες 23, 184, ἰχθύες 21, 203; – auch sp. D., wie Ap. Rh. 2, 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιπένομαι: Ἐπ. ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστῶτα καὶ παρατ., πένομαι ἀμφί τινα, εἶμαι ἐνησχολημένος περί τινα, λαμβάνω τὴν φροντίδα τινός· μετ’ αἰτ. προσ., οἵ μευ πατέρ’ ἀμφεπένοντο Ὀδ. Ο. 467· ἰδίως ἐπὶ τῶν θεραπευόντων ἢ τῶν περιποιουμένων τραυματίαν, Ἰλ. Δ. 220, Π. 28, Ὀδ. Τ. 455. - Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀλλά, β) τὸν οὐ κύνες ἀμφεπένοντο, δὲν τὸν κατέφαγον οἱ σκύλοι, Ἰλ. Ψ. 184, πρβλ. Φ. 203. 2) μ. αἰτ. πράγμ., δῶρα... ἀμφ. Τ. 278.
French (Bailly abrégé)
impf. ἀμφεπενόμην;
prendre soin de, acc. ; en mauv. part s’acharner après.
Étymologie: ἀμφί, πένομαι.