ἀγώνισις
From LSJ
Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein
English (LSJ)
ἡ,
A a contending for a prize, Th.5.50.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγώνῐσις: ἡ, (ἀγωνίζομαι) τὸ ἀγωνίζεσθαι χάριν βραβείου, Θουκ. 5. 50.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
c. ἀγωνισμός.