ἀδηλότης
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A uncertainty, Protag.4, Plb.5.2.3, Ph.1.277, Corn.ND13, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδηλότης: -ητος, ἡ, ἀβεβαιότης, Πρωταγ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 51, Πολύβ. 5. 2, 3, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
obscurité, incertitude.
Étymologie: ἄδηλος.