θηρατικός
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
English (LSJ)
ή, όν,=
A θηρεντικός, σκύλακες Ph.1.628 (s.v.l.), cf. Gal.Protr.6; ἔργα Ael.NA14.5; θ. σημεῖα signals given by the hunter, Plu.2.593b; θ. φόρος tax for game-licence, dub. in PSI3.222 (iii A.D.). 2 fit for winning, τὰ θ. τῶν φίλων the arts for winning friends, X.Mem.2.6.33. 3 fond of hunting, Plu.2.0a, 965b.
German (Pape)
[Seite 1209] zur Jagd gehörig, Plut. u. A.; τὰ θηρατικὰ τῶν φίλων, Künste, Freunde zu gewinnen, Xen. Mem. 2, 6, 33; – jagdlustig, Plut. sol. an. 2.
Greek (Liddell-Scott)
θηρᾱτικός: -ή, -όν, = θηρευτικός, ἔργα Αἰλ. π.Ζ. 14.5· θ. σημεῖα, ἐπὶ τῶν ἰχνῶν τὰ ὁποῖα ἀφίνουσι τὰ ζῷα, Πλούτ. 2. 593Β. 2) ἐπιτήδειος εἰς θήραν, ἁρμόδιος, τὰ θ. τῶν φίλων, τὰ τεχνάσματα δι’ ὧν ἀγρεύει τοὺς φίλους, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 33. 3) ἔμπειρος εἰς θήραν, Πλούτ. 2. 960Α, 965Β.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne la chasse ; τὰ θηρατικὰ τῶν φίλων XÉN l’art de gagner des amis;
2 qui aime la chasse.
Étymologie: θηρατός.