καταδαίνυμαι
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
English (LSJ)
only in aor. 1 κατεδαισάμην,
A devour, consume, νιν φλὸξ κατεδαίσατο Phryn.Trag.6, cf. Is.Fr.152, Theoc.4.34, Ael.NA 12.6, Ath.9.399a.
Greek (Liddell-Scott)
καταδαίνυμαι: μέλλ. -δαίσομαι, ἀποθ.:- καταβιβρώσκω, κατατρώγω, καταναλίσκω, μετ’ αἰτ., Φρύν. Τραγ. παρὰ Παυσ. 10. 31, 2, Θεόκρ. 4. 34, Αἰλ. π. Ζ. 12. 6.
French (Bailly abrégé)
f. καταδαίσομαι, ao. κατεδαισάμην;
manger, dévorer, consumer.
Étymologie: κατά, δαίνυμι.