κισσωτός
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
ή, όν,
A decked with ivy, νεβρίς AP6.172.
Greek (Liddell-Scott)
κισσωτός: -ή, -όν, κεκοσμημένος μὲ κισσόν, Ἀνθ. Π. 6. 172.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
couvert ou couronné de lierre.
Étymologie: κισσόω.