αὐτάρκως
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
French (Bailly abrégé)
adv.
de manière à suffire par soi-même, suffisamment;
Sp. αὐταρκέστατα.
Étymologie: αὐτάρκης.