διᾴδω
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
f. διαείσομαι;
ne cesser de chanter : τινι pour disputer le prix à qqn.
Étymologie: διά, ᾄδω.