Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
faire paraître; Moy. δοάζομαι; 1 se montrer; 2fig. paraître, sembler : οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι IL en y réfléchissant, il lui parut plus avantageux. Étymologie: p. *δοϜάζω, de la R. ΔιϜ, briller, paraître.