μοτός
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
English (LSJ)
ὁ,
A tent, tampon, lint pledget for dressing wounds, Hp.VC14: dat. pl. μοτοῖς Dsc.3.82, μότοις Heliod. ap. Orib.44.11.11: Ep.gen.pl. μοτάων (as if from μοτή) Q.S.4.212: neut. pl. μότα, τά, Call.Fr.7.40 P., Hsch. II drainage tube, μ. κασσιτέρινος κοῖλος Hp.Morb.2.47; also μ. στερεός ib. 59.
Greek (Liddell-Scott)
μοτός: ὁ, λινοῦν ξαντὸν πρὸς θεραπείαν τραυμάτων χρήσιμον, Ἱππ. π. Κεφ. Τρωμ. 907, κτλ.· Ἐπικ. γεν. πληθ. μοτάων (ὡς ἐξ ὀνομαστ. μοτὴ) Κόϊντ. Σμ. 4. 212· ὡσαύτως μοτόν, τό, Ἡσύχ.· ὑποκορ. μοτάριον, τό, Εὐστ. Πονημάτ. 163. 83· πρβλ. ἔμμοτος.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
charpie, rouleau de charpie.
Étymologie: DELG étym. ignorée.