συνισχναίνω
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
in Pass.,
A shrivel up, Hp.Morb.Sacr.5, al.; to be contracted or made slim, Antyll. ap. Orib.6.10.6. 2 metaph., join with in reducing, ὁ νόμος αὐτὰ τῷ χρόνῳ ξυνισχνᾰνεῖ E.IA694 (v. ἰσχναίνω).
Greek (Liddell-Scott)
συνισχναίνω: ὁμοῦ ἰσχναίνω, ἰσχνὸν ποιῶ. ― Παθητ., ἰσχναίνομαι, συστέλλομαι, ξηραίνομαι, Ἱππ. 306. 19· ― μεταφορ., ἀπὸ κοινοῦ ὀλιγοστεύω, σμικρύνω, συντελῶ εἰς περιστολήν, ὁ νόμος αὐτὰ τῷ χρόνῳ ξυνισχνανεῖ Εὐρ. Ι. Α. 694 (ἴδε ἐν λέξ. ἰσχναίνω).