συνεπάπτομαι
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
English (LSJ)
Ion. for συνεφάπτομαι.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπάπτομαι: Ἰων. ἀντὶ συνεφάπτομαι.
French (Bailly abrégé)
ion. c. συνεφάπτομαι.
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
Full diacritics: συνεπάπτομαι | Medium diacritics: συνεπάπτομαι | Low diacritics: συνεπάπτομαι | Capitals: ΣΥΝΕΠΑΠΤΟΜΑΙ |
Transliteration A: synepáptomai | Transliteration B: synepaptomai | Transliteration C: synepaptomai | Beta Code: sunepa/ptomai |
Ion. for συνεφάπτομαι.
συνεπάπτομαι: Ἰων. ἀντὶ συνεφάπτομαι.
ion. c. συνεφάπτομαι.