κάστανα
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ων, τά,
A sweet chestnuts, Mnesith. ap. Ath.2.54b, v.l. in Gal.6.621, v.l. in Dsc.1.106:—also κάστανοι, αἱ, Gal.Vict.Att.10; καστανίαι (οἱ or αἱ?) Dsc. l.c.; καστάναια, τά, IG22.1013.19; καστάνεια, τά, Heracleon ap.Ath.2.52b (καστάν<ε>ιος as Adj., φλοιός v.l. in Dsc.Eup.2.49); βάλανοι καστανικαί Gal.6.777,791; καστηνοῦ (gen. sg.) Nic.Al.269. καστανέα, ἡ,
A chestnut-tree, Gp.2.8.4:—also κάστανος, ἡ, Hsch. s.v. καρύαι; κάστανον, τό, Gp.10.63.1; derived by the ancients from Καστανέα, a place in Asia Minor (πόλις Μαγνησίας), EM493.26 (cf. Καστανὶς αἶα Nic.Al.271); but cf. Armen. kask: for κάρυον κασταναϊκόν,
A v. κάρυον. καστᾰνεών, ῶνος, ὁ, chestnut-grove, Gp.3.15.7.
Greek (Liddell-Scott)
κάστᾰνα: -ων, τά, Λατ. castᾰneae, Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 54Β· καλούμενα ὡσαύτως κάρυα Κασταναῖα, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 19 (καὶ πιθ. Διόδ. 3. 19), Κασταναϊκὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 11, Διόδ. 2. 50· καστάνια, τά, ἔνιοι δὲ καστάνια κατὰ τὸ καλούμενον οὐδέτερον γένος Γαλην. 6. 426, κτλ.· ἐν τῷ ἑνικῷ καστανέα, ἡ, ἡδέως ἐσθιομένας καστανέας ὁ αὐτ. 6. 426F, 11. 648, Γεωπ.· καστάνεια, τά, «Ἀμφίλοχος (κοιν. Ἀγέλοχος) δὲ ἄμωτα καλεῖ τὰ καστάνεια» Ἀθήν. 54D (καστάνεια κάρυα Ἐτυμ. Μ. 493. 26)· καὶ παρὰ τῷ Νικ. ἐν Ἀλεξιφ. 269, κάστηνα· (λέγεται ὅτι παρήχθη τὸ ὄνομα ἐκ τῆς Κασταναίας, πόλεως τοῦ Πόντου, Ἐτυμ. Μ., ἔνθ’ ἀνωτ.· Καστᾰνὶς αἶα Νικ. Ἀλεξιφ. 271).- Καθ’ Ἡσύχ.: «κάστανα· Διὸς βάλανοι, Εὐβοϊκὰ κάρυα».
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
châtaignes, fruit.
Étymologie: DELG pê emprunté à une langue de l’Asie Mineure.