μέσπιλον
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
(proparox.), τό,
A medlar, Archil.180, Hp.Vict. 2.55, Amphis 38, Agatharch.96, Gal.12.71, al. b μ. σητάνιον, = μεσπίλη 1, Dsc.1.118. 2 azarole, Crataegus Azarolus, ibid. [ῐ Archil. and Amphis ll. cc.; ῑ in Eub.74.4.]
German (Pape)
[Seite 141] τό, der Mispelbaum und seine Frucht, die Mispel, Theophr., Diosc. [ι Eubul. bei Ath. XIV, 640 c, aber ῐ Amphis ib. II, 50 f.]
Greek (Liddell-Scott)
μέσπιλον: τό, τὸ δένδρον καὶ ὁ καρπὸς τῆς μεσπίλης, Ἀρχίλ. 169, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6, Διοσκ. 1. 169. [ῐ ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ ῑ ἐν Εὐβούλου «Ὀλβίᾳ» 1. 4.]
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
nèfle, fruit.
Étymologie: μεσπίλη.