εἰσέρπω
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
aor. εἰσείρπῠσα,
A to go into, ἐσέρπει ἐς ἄνθρωπον ψυχή Hp. Vict.1.7, cf. Plu.Cleom.8; ἐς τὸ ἱερὸν μὴ ἐσέρπεν (Dor. inf.) IG12(3).183(Astypalaea, iv/iii B.C.); διὰ τοῦ στομίου Luc.DMort.3.2: c. dat., φθόνος βραχέσιν εἰσερπύσας χωρίοις Ph.2.553.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσέρπω: ἀόρ. εἰσείρπῠσα, ἕρπω ἐντός, Ἱππ. 343, κτλ., Πλουτ. Κλεομ. 8.