εἰσέρπω
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
aor. εἰσείρπῠσα, to go into, ἐσέρπει ἐς ἄνθρωπον ψυχή Hp. Vict.1.7, cf. Plu.Cleom.8; ἐς τὸ ἱερὸν μὴ ἐσέρπεν (Dor. inf.) IG12(3).183(Astypalaea, iv/iii B.C.); διὰ τοῦ στομίου Luc.DMort.3.2: c. dat., φθόνος βραχέσιν εἰσερπύσας χωρίοις Ph.2.553.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐσέρπω Hp.Vict.1.6, 7, Ael.NA 5.52
• Morfología: [dór. pres. inf. ἐσέρπεν IG 12(3).183 (Astipalea IV/III a.C.)]
introducirse, deslizarse hacia dentro c. εἰς y ac. ἐς ἄνθρωπον ψυχή Hp.Vict.1.7, cf. 25, ταῦτα δὲ καθαρὰ ἐσέρπειν ἐς τὸ σῶμα Hp.Vict.4.92, ἐς τὸ ἱερὸν μὴ ἐσέρπεν ὅστις μὴ ἁγνός ἐστι prohibida la entrada en el santuario a quien no sea puro, IG l.c., εἰς ὃ (ἠθμόν) αἱ πορφύραι καὶ τὰ κογχύλια εἰσέρπουσιν Hdn.Gr.1.168, μύρμηκας ... εἰς τὸ στόμα Ael.VH 12.45
•c. ac. ἀσπίδες ... τοὺς ὄχθους Ael.l.c.
•c. dat. loc. τὸ τῶν βατράχων γένος ... τοῖς οἴκοις Gr.Nyss.V.Mos.52.24.
French (Bailly abrégé)
aller dans.
Étymologie: εἰς, ἕρπω.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσέρπω: ἀόρ. εἰσείρπῠσα, ἕρπω ἐντός, Ἱππ. 343, κτλ., Πλουτ. Κλεομ. 8.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
εἰσέρπω: αόρ. αʹ εἰσείρπῠσα, έρπω μέσα, εισέρχομαι με την κοιλιά, σε Πλούτ.
Middle Liddell
aor1 εἰσείρπῠσα
to go into, Plut.