εἰσήγησις
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
εως, ἡ,
A proposing, advising, Th.5.30, Ph.2.211, Plu.2.11d; introduction, ἐθῶν καὶ νομίμων Ph.I. 166(pl.); δογμάτων ib.410. II a motion, D.C.36.38.
German (Pape)
[Seite 743] ἡ, das Anrathen, Vorschlagen, der Vorschlag, Thuc. 5, 30 u. Sp.; bei D. Cass. = rogatio. Bei Plut. educ. lib. 14 p. 43 Ggstz von ἀποτροπή.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσήγησις: -εως, ἡ, τὸ εἰσηγεῖσθαι, εἰσάγειν τι, πρότασις, Θουκ. 5. 30. ΙΙ. εἰσήγησις νόμου, Λατ. rogatio, μεταρρυθμίσας πῃ τὴν εἰσήγησιν αὑτοῦ Δίων Κ. 36. 21.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
anc. att. ἐσήγησις;
1 action d’introduire ; action d’être l’instigateur ou la cause de;
2 action d’entreprendre, entreprise.
Étymologie: εἰσηγέομαι.