εὐνουχίζω
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
English (LSJ)
A castrate, τινα Ev.Matt.19.12 (Act. and Pass.), Luc.Sat. 12, etc.; γυναῖκας Xanth.19: metaph., γῆν Philostr.V A6.42; φάρμακον Archig. ap.Orib.8.2.8:—Pass., Gal.4.570, D.C.68.2.
German (Pape)
[Seite 1084] zum Verschnittenen machen, entmannen, Luc. Cronos. 12. – Pass., D. Csss. 68, 2; auch γυναῖκας, Ath. XII, 515 c.
Greek (Liddell-Scott)
εὐνουχίζω: ὡς καὶ νῡν, ἀποτέμνω τὰ γεννητικὰ μόριά τινος, καθιστῶ αὐτὸν εὐνοῦχον, τοὺς δὲ πλουσίους μὴ εὐνουχίζων Λουκ. Κρονοσόλων 12˙ εὐν. ἑαυτὸν τῆς ἐπιθυμίας Κλήμ. Ἀλ. 538: - Παθ., Δίων Κ. 68. 2: - ῥηματ. ἐπίθ., εὐνουχιστέον τοὺς μόσχους Γεωπ. 17. 8, 2.
French (Bailly abrégé)
rendre eunuque, châtrer, mutiler.
Étymologie: εὐνοῦχος.