καταρρίπτω

From LSJ
Revision as of 19:36, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρρίπτω Medium diacritics: καταρρίπτω Low diacritics: καταρρίπτω Capitals: ΚΑΤΑΡΡΙΠΤΩ
Transliteration A: katarríptō Transliteration B: katarriptō Transliteration C: katarripto Beta Code: katarri/ptw

English (LSJ)

(later καταρριπτ-ριπτέω Man.4.288:—Pass.,

   A καταρειπτούμενα IG12(3).325.41 (Thera, ii A. D.), also pf. part. κατηρειμμένος ib.326.20), throw down, overthrow, εἴ τε δημόθρους ἀναρχία βουλὴν καταρρίψειεν A.Ag.884; τὰ βασίλεια Plu.Luc.34, cf. Luc.Salt.9; κ. τοὺς πολεμίους, opp. ἐπαίρω, Id.Hist.Conscr.7.    2 bring into disrepute, μάθησιν Vett.Val. 238.31; ἑαυτούς Id.2.2.    3 despise, δόξαν, ἔπαινον, D.S.13.15, 22.

Greek (Liddell-Scott)

καταρρίπτω: ῥίπτω κάτω, καταβάλλω, ἀνατρέπω, εἴ τε δημόθρους ἀναρχία βουλὴν καταρρίψειεν Αἰσχύλ. Ἀγ. 884· τὰ βασίλεια Πλουτ. Λούκουλλ. 34, πρβλ. Λουκ. π. Ὀρχ. 9· ταπεινῶ, ἐξευτελίζω, κ. τοὺς πολεμίους, ἀντίθετον τῷ ἐπαίρω, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 7. (2 καταφρονῶ, δόξαν, ἔπαινον Διόδ. 13, 15 καὶ 22.)

French (Bailly abrégé)

1 jeter à bas, renverser;
2 jeter de côté, rejeter ; mépriser, acc..
Étymologie: κατά, ῥίπτω.