δαφνηφορέω
From LSJ
Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit
English (LSJ)
A bear boughs or crowns of bay, Paus.9.10.4, Plu.Aem.34, IG14.1293B, Hdn.2.2.10; of the Roman fasces laureati, Id.7.6.2; to be read for δαφνοφορέω in D.C.37.21.
German (Pape)
[Seite 525] Lorbeerzweige, -kränze tragen, Plut. Aemil. 34 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δαφνηφορέω: φέρω κλάδους ἢ στεφάνους ἐκ δάφνης, Παυσ. 9. 10, 4, Πλούτ. Αἰμιλ. 34, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1082a, Ἡρῳδιαν., κτλ.· διορθωτέον ἀντὶ δαφνοφορέω παρὰ Δίωνι Κ. 37. 21.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
porter une couronne ou une branche de laurier.
Étymologie: δαφνηφόρος.