Σικανία

From LSJ
Revision as of 19:37, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σῑκᾰνία Medium diacritics: Σικανία Low diacritics: Σικανία Capitals: ΣΙΚΑΝΙΑ
Transliteration A: Sikanía Transliteration B: Sikania Transliteration C: Sikania Beta Code: *sikani/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, Sicania, old name of Sicily as inhabited by Σικανοί (afterwards of the part they inhabited, St.Byz.), Od.24.307;

   A Σ. ἡ νῦν Σικελίη καλευμένη Hdt.7.170:—Σῐκᾰνός [ῐκᾰ Call.Dian.57], ὁ, a Sicanian, Th.6.2, Philist.3, etc.: Adj. Σῐκᾰνικός, ή, όν, Th.6.62; ἐν τῇ Σ. τῆς Σικελίας Arist.Mete.359b15 (v.l. Σικάνῃ).

Greek (Liddell-Scott)

Σῑκᾰνία: Ἰωνικ. -ίη, ἡ, Sicania, κυρίως μέρος τῆς Σικελίας παρὰ τὸν Ἀκράγαντα, εἶτα καθόλου ἀντὶ Σικελία, Ὀδ. Ω. 307· - Σικανός [ῐ Καλλ. εἰς Ἄρτ. 57], ὁ, Σικελός, Θουκ. 6. 2, κτλ.· ἐπίθετ. Σικανικός, ή, όν, αὐτόθι 62· ἐν τῇ Σικανικῇ τῆς Σικελίας Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 40, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
la Sicanie, partie de la Sicile voisine d’Agrigente ; la Sicile.
Étymologie: Σικανός.