εὐφραδής
From LSJ
διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one
English (LSJ)
ές, (φράζω)
A expressing oneself correctly or accurately, Simp. in Ph.968.30, Suid. Ep.Adv. -έως eloquently, πεπνυμένα πάντ' ἀγορεύειν Od.19.352. 2 Pass., well-expressed, λόγος Lyd.Mens.4.64, cf. Sch.Il.14.382 (Comp.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
εὐφρᾰδής: -ές, (φράζω) «σαφής» Σουΐδ, 2) Παθ., καλῶς, ὀρθῶς ἐκπεφρασμένος, Σχολ. εἰς Ἰλ. Ξ. 382, κτλ.· ὁ Ὅμηρ. ἔχει μόνον τὸ Ἐπίρρ. ἐν Ὀδ. Τ. 352 εὐφραδέως, εὐφραδῶς, εὐγλώτως, μάλ’ εὐφραδέως πενυμένα πάντ’ ἀγορεύεις.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui parle bien, avec élégance ou justesse.
Étymologie: εὖ, φράζομαι.