τειχοποιΐα

From LSJ
Revision as of 19:38, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source

German (Pape)

[Seite 1081] ἡ, das Machen, Bauen, Errichten der Mauern; – das Amt des τειχοποιός.

Greek (Liddell-Scott)

τειχοποιΐα: ἡ, τὸ τειχοποιεῖν, κτίζειν τείχη, ἐγείρειν ὀχυρώματα, Διόδ. 13. 35, Πλούτ. 2. 851Α.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
construction de remparts.
Étymologie: τειχοποιός.