ἄκτιος
From LSJ
English (LSJ)
ον, (ἀκτή α)
A of the sea-shore, of Pan as god of the coast, Theoc.5.14; of Apollo, A.R.1.404.
German (Pape)
[Seite 86] ον, am Gestade (ἀκτή); Πάν, Küstenbeschützer, Theocr. 5, 14; Apollo, Ap. Rh. 1, 402; – τὸ ἄκτιον, die Küste, Ael. H. A. 13, 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκτιος: -ον, (ἀκτὴ) ἀνήκων ἢ εὑρισκόμενος εἰς τὴν παραλίαν, ἐπίθ. τοῦ Πανὸς ὡς θεοῦ τῆς παραλίας, Θεόκρ. 5. 14· τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀπολλ. Ρόδ. 1. 402· πρβλ. ἁλίπλαγκτος, λιμενίτης.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
du littoral.
Étymologie: ἀκτή².