δυσπρόσμαχος
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ον,
A hard to attack, Plu.Tim.21.
German (Pape)
[Seite 688] schwer zu bekämpfen, Plut. Timol. 21.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπρόσμᾰχος: -ον, δυσκόλως προσβαλλόμενος, Πλούτ. Τιμολ. 21.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à combattre.
Étymologie: δυσ-, προσμάχομαι.