γεωργέω

Revision as of 19:39, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

   A to be a husbandman, farmer, Pl.Lg.805e, X.Oec.14.2, etc.; γ. ἐν τῇ γῇ And. 1.92; ἐν τῇ Νάξῳ Pl.Euthphr.4c, etc.; γεωργεῖς ἐκ τούτων you have become a landed proprietor by these means (i. e. the fruits of treason), D.19.314: c. acc. cogn., γεωργίαν ζῶσαν γ. of pastoral nomads, Arist.Pol.1256a35:—Med., οἱ γεωργούμενοι Aristeas 112.    II c. acc., till, plough, cultivate, πολλήν (sc. γῆν) Ar.Ec.592; τὰς ἄλλας [νήσους] Th.3.88; γεωργῶν τὰ ἐκείνων D.18.41:—Pass., of land, IG9(1).61 (Daulis); χώρας γεγεωργημένης καὶ γεωργηθησομένης SIG685.80 (Crete); τὰ γεωργούμενα φυτά Arist. Pr.896a10.    2 generally, cultivate, ἐλαίαν Gp.9.2.6: hence, γ. ἔλαιον, οἶνον, produce it, D.C.49.36, cf. IG22.1100; τοῦ γεωργουμένου οἴνου Gp.6.7.2.    3 metaph., work at a thing, practise or exploit it, D.25.82; φιλίαν Plu.2.776b; τέχνην Hld.6.6; τὸν ἱππόδρομον Lib.Or.35.13; cultivate, ψυχὰς δόγμασι Ph.2.348.    4 of a river, fertilize, Philostr.Im.1.11, Ep.59, Hld.2.28.

German (Pape)

[Seite 488] das Land bcarbeiten, bebauen; absol., Plat. Legg. VII, 805 e; ἐν τῇ Νάξῳ Euth. 4 c; ἐν τῇ γῇ Andoc. 1, 92; Xen. Oec. 14, 2, öfter; Lys. 7, 10; Dem. u. a. Sp.; γῆν Plat. Theag. 121 b; πολλήν, sc. γῆν, Ar. Eccl. 592; Plat. Eryx. 392 d u. Sp.; τινί, für Jemanden, Xen. Hell. 6, 2, 25. Allgemeiner, ἐλαίαν, οἶνον, pflanzen, bauen, Geop.; Νεῖλος γεωργεῖ τὰς ἀρούρας, bestellt, d. i. befruchtet, Hel. 2, 28; übertr., τέχνην, φιλίαν u. ähnl., Plut. u. Sp.; λίμνην, Fische in einem Teiche ziehen, Antiphan. Ath. VII. 304 a; Dem. ταῦτα γεωργεῖ, ταῦτα ἐργάζεται 25, 82, das betreibt er; ἔκ τινος, Erwerb aus etwas ziehen, 19, 313.

Greek (Liddell-Scott)

γεωργέω: εἶμαι γεωργός, καλλιεργῶ τὴν γῆν, διατηρῶ κτῆμα ἀγροτικόν, Πλάτ. Νόμ. 805Ε, Ξεν. κτλ.· γ. ἐν τόπῳ Ἀνδοκ. 12. 28,
Πλάτ. Εὐθύφρ. 4C, κτλ.· μετὰ συστοίχ. αἰτ., γεωργίαν γ., ἀσκῶ τὴν γεωργίαν, Ἀριστ. Πολ. 1. 8. 7· τὸ ἔλαιον γ., παράγω, ἐξάγω ἔλαιον, Συλλ. Ἐπιγρ. 355. 2. ΙΙ. μ. αἰτ., καλλιεργῶ, ἀροτριῶ, περιοποιοῦμαι, γῆν, ἀγρόν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 592, Θουκ. 3. 88, κ. ἀλλ.· γεωργῶν τὰ ἐκείνων Δημ. 239. 28· ἐπὶ ποταμοῦ ἢ κοπρίσεως, καθιστῶ τὴν γῆν γόνιμον, Ἡλιόδ. 2. 28·―παθ., ἐπὶ ξηρᾶς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1732. 39· τὰ γεωργούμενα φυτὰ Ἀριστ. Προβλ. 10. 45. 2) καθόλου, περιποιοῦμαι, καλλιεργῶ, ἐλαίας Γεωπ. 9. 2· ἐντεῦθεν, γ. ἔλαιον, οἶνον, παράγω, Δίων Κ. 49. 36. 3) ἐργάζομαι εἴς τι, ἀσκῶ αὐτό, Λατ. agirate, Δημ. 794. 22· φιλίαν Πλούτ. 2. 776Β· γ. ἔκ τινος, λαμβάνω ὠφέλειαν ἔκ τινος, ζῶ δι᾿ αὐτοῦ, Δημ. 442. 6.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. γεωργήσω;
1 abs. être cultivateur, laboureur ou fermier;
2 tr. cultiver, labourer, acc. ; fig. cultiver : φιλίαν PLUT l’amitié.
Étymologie: γεωργός.