λιποτακτέω
From LSJ
μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves
English (LSJ)
A desert one's post, LXX 4 Ma.9.23, Ascl.Tact.3.6, Plu.2.241a; λ. τῆς τοῦ θεοῦ τάξεως Ph.1.268.
Greek (Liddell-Scott)
λῐποτακτέω: ἐγκαταλείπω τὴν τάξιν μου, Πλούτ. 2. 241Α, Ἡσύχ. κτλ.· ἴδε λειπανδρέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
mieux que λειποτακτέω;
abandonner son poste, déserter.
Étymologie: λείπω, τάσσω.