ἀκριτόμυθος
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
English (LSJ)
ον,
A confusedly babbling, Il.2.246, Ph.1.111. II ὄνειροι ἀ. hard of discernment, Od.19.560.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρῐτόμῡθος: -ον, ὁ ἀπερισκέπτως ἢ συγκεχυμένως λαλῶν, Ἰλ. Β. 246· πρβλ. ἄκριτος, Ι.1. ΙΙ. ὄνειροι ἀκρ., δυσερμήνευτοι, Ὀδ. Τ. 560.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 à la parole confuse;
2 au langage ou au sens confus;
3 aux propos imprudents.
Étymologie: ἄκριτος, μῦθος.