αἰσχρουργία

Revision as of 19:40, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ἡ,

   A shameless conduct, E.Ba.1062: pl., D.Chr.4.102.    II obscenity, Aeschin.2.99, cf. Plu.2.1044b.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχρουργία: ἡ, συνηρ. ἀντί τοῦ αἰσχροεργία, ἀναίσχυντος διαγωγή, Εὐρ. Βάκχ. 1066· πληθ. Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 14, 12. ΙΙ. ἀκολασία, τὸ πράττειν τὰ αἰσχρά, Αἰσχίν. 41. 13.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action honteuse.
Étymologie: αἰσχρός, ἔργον.