ἄλη
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A wandering or roaming without home or hope of rest, Od.10.464, E.Or.56 (pl.); θεία ἄ., as etym. of ἀλήθεια, Pl.Cra.421b; in later Prose, Plu.Mar.45, Hld.7.6 (pl.), etc.; in pl., of the blood in fever, Hp.Flat.8. 2 wandering of mind, distraction, E.Med. 1285. II Act., πνοαὶ βροτῶν ἄλαι winds that keep men wandering, A.Ag. 194.
German (Pape)
[Seite 94] ἡ, das Umherschweifen, Umherirren, Hom. viermal, Od. 10, 464 ἀ. χαλεπῆς, 15, 342 ἄλης καὶ ὀιζύος, 345 ἄλη καὶ πῆμα καὶ ἄλγος, 21, 284 ἄλη τ' ἀκομιστίη τε; – Eur. Or. 56 u. sp. D.; auch Plut. Mar. 45. Bei Soph. frg. 693 die umherschweifende Heerde; Aesch. Ag. 187 nennt Stürme δύσορμοι βροτῶν ἄλαι, die hafenlosen Irrfahrten der Menschen. Uebertr. Unruhe des Geistes, Angst, Wahnsinn, Eur. Med. 1280; Plat. Crat. 421 b; Cic. Att. X, 1 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλη: [ᾰ], ἡ, περιπλάνησις, τὸ περιπλανᾶσθαι ἄνευ ἑστίας ἢ ἐλπίδος ἀναπαύσεως, Ὀδ. Κ. 464, καὶ ἀλλ., ἔρχεται δ’ ἄλη, συνοδεία περιπλανωμένων φασμάτων (Ἡσύχ. «πλάνη, ἄθροισμα»), Σοφ. Ἀποσπ. 693. 2) περιπλάνησις τοῦ πνεύματος, σύγχυσις, παραφροσύνη, Λατ. error mentis, Εὐρ. Μήδ. 1285, Πλάτ. Κρατ. 421Β. ΙΙ. ἐνεργ. ἄλαι βροτῶν δύσορμοι, περὶ τρικυμιῶν αἱ ὁποῖαι κάμνουν τοὺς ἀνθρώπους νὰ περιπλανῶνται ἄνευ λιμένος καὶ ἀναπαύσεως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 195. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης φαίνεται ὅτι παράγονται τὰ ἀλύω, ἀλύσσω, κτλ.˙ πρβλ. ἀλύω).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
I. 1 course errante;
2 fig. égarement, agitation de l’esprit;
3 troupe errante;
II. ce qui fait errer : βροτῶν ἄλαι ESCHL les tempêtes qui font errer les mortels.
Étymologie: R. Ἀλ errer.