Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀναθεματίζω

From LSJ
Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναθεμᾰτίζω Medium diacritics: ἀναθεματίζω Low diacritics: αναθεματίζω Capitals: ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: anathematízō Transliteration B: anathematizō Transliteration C: anathematizo Beta Code: a)naqemati/zw

English (LSJ)

   A devote to evil, LXXNu.21.2, Jo.6.20, al., Tab.Defix. Aud.41 A, Cod.Just.1.1.5.3; ἀναθέματι ἀ. LXXDe.13.15; but ἀναθέματι ἀ. ἑαυτούς bind themselves by a curse, c. inf., Act.Ap.23.14:—Pass., to be devoted to evil, LXXNu.18.14.    II intr., curse and swear, Ev.Marc.14.71.

German (Pape)

[Seite 188] zum ἀνάθεμα machen, verfluchen, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναθεμᾰτίζω: ἀφιερῶ τι ὡς ἀνάθημα, Ἑβδ. (Ἀριθμ. κα΄, 2, 3,) 2) ἀναθεματίζω, παραδίδω εἰς τὸ ἀνάθεμα, Ἑβδ. (Ἰησ. Ναυ. ϛ΄, 20, Μακκ. Α. ε΄ , 5.) «ἀναθέματι ἀναθετιεῖται αὐτήν», Δευτ. ιγ΄, 15· - ἀλλ’: «ἀναθέματι ἀναθεματίσαμεν ἑαυτούς», συνεδέθημεν δι’ ἀναθεματισμῶν, συνωμόσαμεν διὰ φοβερῶν ὄρκων καὶ ἀρῶν νὰ πράξωμέν τι, Πράξ. Ἀποστ. κγ΄, 14: - Παθ., εἶμαι ἀφιερωμένος, «πᾶν ἀνατεθεματισμένον ἐν υἱοῖς Ἰσραὴλ σοὶ ἔσται», Ἑβδ. (Ἀριθ. ιη΄, 14). 3) ἀποχωρίζω τῆς κοινωνίας, ἀφορίζω, Συλλ. Ἐπιγρ. 8953, -55, -59, καὶ ἀλλ. ΙΙ. ἀμετ., καταρῶμαι, βλασφημῶ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ΄, 71.

French (Bailly abrégé)

maudire NT ; Pass. être maudit NT ; abs. prononcer une malédiction NT.
Étymologie: ἀνάθεμα.