ἀμφιάζω
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
English (LSJ)
Plu.CG2 (v.l.): fut.
A -άσω Alciphr.3.42: aor. ἠμφίασα AP7.368 (Eryc.), OGI200.24 (Axum), Polyaen.1.27.2 (v.l.), (μετ-) Philostr.Her.Prooem.2: pf. ἠμφίακα (συν-) Clearch.25:—Med., fut. -άσομαι (μετ-) Luc.Herm.86 codd.: aor. ἠμφιασάμην Apollod. 2.1.2, etc.: pf. ἠμφίασμαι in med. sense (μετ-) D.S.16.11 (v.l.):— ἀμφιέζω is a common v.l.: (perh. from ἀμφί, as ἀντιάζω from ἀντί):— later word for ἀμφιέννυμι, ciothe, τινά Plu.l.c.; ἱματίοις τινά Alciphr. l.c.: metaph., of the grave, ὀστέα ἠμφίασεν APl.c.; σοφίαν ἀσαφείᾳ Them.Or.20.235a:—Med., put on, ἀμφιάσασθαί τι LXXJb.40.10, Apollod. l. c.
German (Pape)
[Seite 136] umhüllen, Sp.; aor. ἠμφίασα, Eryc. 12 (VII, 368).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιάζω: Πλουτ. Γ. Γράκχ. 2: μέλλ. -άσω Ἀλκίφρ. 3. 42: ἀόρ. ἠμφίασα Ἀνθ. Π. 7. 368, Συλλ. Ἐπιγρ. 5128. 25, Πολύαιν.: πρκμ. ἠμφίακα (συν-) Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 256F.: - Μέσ., μέλλ. -άσομαι (μετ-) Λουκ.: ἀόρ. ἠμφιασάμην Ἀπολλόδ. 2. 1, 2, κτλ.: πρκμ. ἠμφίασμαι μετὰ μέσ. σημασ. (μετ-) Διόδ. 16. 11: - ἀμφιέζω εὕρηται κοινῶς ὡς διάφ. γραφὴ παρὰ Πλουτ., κτλ.: - πρβλ. ἀπ-, μετ-, συναμφιάζω: (ἐκ τῆς προθ. ἀμφί, ὡς τὸ ἀντιάζω ἐκ τῆς ἀντί). Λέξις μεταγεν. συγγραφ. ἀντὶ τοῦ ἀμφιέννυμι, περιβάλλω τινὰ δι’ ἱματίων, τινί τι Θεμίστ.: - Μέσ., ἀμφιάσασθαί τι Ἑβδ. (Ἰώβ. μ΄, 5), Ἀπολλόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ. ΙΙ. ἐνδύω, τινὰ Πλούτ. ἔνθ’ ἀνωτέρω· ἱματίοις τινὰ Ἀλκίφρ. ἔνθ’ ἀνωτ.: μεταφ. ἐπὶ τάφου, ὀστέα ἠμφίασεν Ἀνθ. Π. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
vêtir.
Étymologie: cf. ἀμφιέννυμι.