ἀνατήκω
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
A melt: metaph., relax, τὸ σῶμα ἡδοναῖς Plu.2.136b:— Pass., of snow, thaw, Plb.2.16.9.
German (Pape)
[Seite 211] zerschmelzen, auflösen, übtr., verweichlichen, ταῖς ἡδοναῖς τὰ σώματα Plut. de san. tu. p. 406. – Pass., schmelzen, zerfließen, vom Schnee, Pol. 2, 16; vom Eisen, Plut. de prim. frig. 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατήκω: μέλλ. -ξω, τήκω, ἀναλύω, μεταφ., χαλαρώνω, μαλακύνω, ἡδοναῖς τὰ σώματα Πλούτ. 2. 136D: - Παθ., τήκομαι, «λυώνω», Πολύβ. 2. 16, 9.