ἀνακαλύπτω
English (LSJ)
Dor. ἀγκ-,
A uncover, IG4.952.62 (Epid.); reveal, τι πρός τινα Plb.4 85.6; τινά, i. e. his character, Philoch.20; ἀ. λόγους use open speech, E.IA1146; ἀ. κάρα unveil oneself, Or. 294: so in Med., unveil oneself, X.HG5.4.6. II remove a covering, βλεφάρων μὴ ἀνακαλυφθέντων Arist.Sens.444b25, cf. 2 Ep.Cor.3.14.
German (Pape)
[Seite 191] aufdecken, enthüllen, λόγους, offen sprechen, Eur. I. A. 1146, der Or. 288 ἀνακάλυπτε absolut braucht, entschleiere dich; τὶ πρός τινα, einem etwas eröffnen, Pol. 4, 85, 6. – Med., sich enthüllen, eutschleiern, Xen. Hell. 5, 1, 6 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακᾰλύπτω: ἀποκαλύπτω, ἐκκαλύπτω, «ξεσκεπάζω», τι πρός τινα Πολύβ. 4. 85, 6· ἀν. λόγους, μεταχειρίζομαι γλῶσσαν ἐλευθέραν, τὰ λέγω φανερά, Εὐρ. Ι. Α. 1146: ― Μέσ., ἀποκαλύπτω ἐμαυτόν, «ξεσκεπάζομαι», Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 6· ἀλλ’ ἐν Εὐρ. Ὀρ. 294 εὕρηται τὸ ἐνεργητ. μετὰ τοιαύτης σημασίας, ἴδε Πόρσ. ἐν τόπῳ (288). ΙΙ. αἴρω κάλυμμά τι, ἀνοίγω, βλεφάρων μὴ ἀνακαλυφθέντων Ἀριστ. περὶ Αἰσθ. 5. 24· οὕτως ἴσως καὶ ἐν τῇ πρὸς Κορ. Ἐπιστ. Β΄, γ΄, 14.
French (Bailly abrégé)
découvrir, dévoiler;
Moy. ἀνακαλύπτομαι, ôter son masque, se démasquer.
Étymologie: ἀνά, καλύπτω.