ἀνακάμπτω
English (LSJ)
A bend convexly, Arist.Mete.385b33 (Pass.); bend back, τῷ δ' οὐ πάλιν θυμὸς ἀνεκάμπτετ' B.16.82. II make to return, Antiph.12. 2 mostly intr., bend back, return, ταύτῃ λῆγον ἀ. ἐς τὰ εἴρηται τὸ ὄρος Hdt.2.8; ἡ περιφορὰ ἐπ' ἀρχὴν ἀ. Arist.de An.407a30, cf. Pl.Phd.72b; πάλιν ἀ. Arist.GC337a6, Men.Sam.341, etc. b walk up and down, Str.3.4.16, Plu.2.796d, D.L.2.139. c in Logic, of the terms of a proposition, to be converted, Arist.APo.72b36, de An.407a28. d ἀνακάμπτων, name of a throw of the dice, Eub.57.
German (Pape)
[Seite 191] zurück-, umbiegen, ἀνακάμψει Antiphan. bei B. A. 81, durch ὑποστρέψαι ποιήσει er Kl.; gew. intrans., Her. ὄρος 2, 8; auf der Rennbahn, um das Ziel herum biegen u. zurückfahren, dah. zurückkehren, wie intrans. gebraucht, πάλιν ἐπὶ τὸ ἕτερον, Plat. Phaed. 72 b; Sp. πρός τινα, Matth. 2, 12; auf-u. abgehen, Diog. L. 5, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακάμπτω: κλίνω πρὸς τὰ ὀπίσω, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 6· κατὰ παθ. φων. ΙΙ. κάμνω τινὰ νὰ ἐπανακάμψῃ, ἐπανέλθῃ, «ἀνακάμψει: ἀντὶ τοῦ ὑποστρέψαι ποιήσει» (Ἀντιαττικ. σ. 81. 10) Ἀντιφάν. ἐν «’Αδελφαῖς» 1. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀμετάβ., κλίνω πρὸς τὰ ὀπίσω, ὑποστρέφω, ἐπανέρχομαι, ταύτῃ μὲν λῆγον ἀνακ. ἐς τὰ εἴρηται τὸ οὖρος Ἡρόδ. 2. 8· ἡ περιφορὰ ἐπ’ ἀρχὴν ἀνακ. Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 1. 3, 20 καὶ ἀλλ., πρβλ. Πλάτ. Φαίδων 72Β· πάλιν ἀνακ. Ἀριστ. Π. Γενέσ. κ. Φθορ. 2. 10, 12, κτλ. β) περιπατῶ ἄνω καὶ κάτω, Διογ. Λ. 2. 127, πρβλ. Πλούτ. 2. 796D. γ) ἐν τῇ λογικῇ ἐπὶ τῶν ὅρων προτάσεώς τινος, ἀντιστρέφω, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 3, 4, περὶ Ψυχ. ἔνθ’ ἀνωτ. δ) ἀνακάμπτων ἦτο τὸ ὄνομα μιᾶς τινος τῶν κύβων πτώσεως, Εὔβουλ. ἐν «Κυβευταῖς» 2.
French (Bailly abrégé)
1 se recourber;
2 aller et venir, retourner sur ses pas.
Étymologie: ἀνά, κάμπτω.