ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal
[Seite 933] = στιπτός, φυλλάς, Soph. Phil. 33.
στειπτός: -ή, -όν, ἴδε στιπτός.
ή, όν :foulé.Étymologie: στείβω.