συντράπεζος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A messmate, X.An.1.9.31; βίον σ. ἔχειν live with one, E.Andr.658; of a dog, Babr.74.7.
Greek (Liddell-Scott)
συντράπεζος: [ᾰ], -ον, ὁμοτράπεζος, ἐκ τῆς αὐτῆς τραπέζης ἐσθίων, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 31· βίον σ. ἔχειν, συζῆν μετά τινος, Εὐρ. Ἀνδρ. 658· ἐπὶ κυνός, Βαβρ. 74. 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
compagnon de table, commensal.
Étymologie: σύν, τράπεζα.