φειδομένως
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
English (LSJ)
Adv.
A sparingly, thriftily, 2 Ep.Cor.9.6, Plu.Alex.25; cf. πεφεισμένως.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec ménagement.
Étymologie: φειδομένος de φείδομαι.