ἀνομοιοειδής
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
ές,
A of unlike kind, heterogeneous, φιλίαι Arist.EN1163b32, cf. Dam.Pr.440:—hence Subst. ἀνομοιο-είδεια, ἡ, A.D.Pron.101.22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνομοιοειδής: -ές, ὁ διαφόρου εἴδους, ἑτεροειδής, ἐν πάσαις δὲ ταῖς ἀνομοιοδέσι φιλίαις τὸ ἀνάλογον ἰσάζει καὶ σῴζει τὴν φιλίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 1: - Ἐντεῦθεν οὐσιαστ., -είδεια, ἡ, Ἀπολλ. περὶ ἀντωνυμ. 389.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
d’espèce différente.
Étymologie: ἀ, ὁμοιοειδής.