μακρηγορία

Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

Dor. μακρᾱγ-, ἡ,

   A long-windedness, tediousness, Pi.P.8.30, Poll.2.121.

Greek (Liddell-Scott)

μακρηγορία: Δωρ. μακρᾱγ-, ἡ, μακρὰ διάλεξις, μακρολογία, Πινδ. Π. 8. 41, Πολυδ. Β΄, 121· - ὡσαύτως -γόρημα, τό, Τζέτζ. ἐν Κραμ. Ἀνεκδ. τ. 4, σ. 68, 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
long discours.
Étymologie: μακρήγορος.