διάλεξις
πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman
English (LSJ)
διαλέξεως, ἡ,
A discourse, argument, Ar.Nu.317, Jul.ad Them. 255b (pl.), f.l. in Pl.Ep.350d, Philostr.VA4.40; conversation, interview, Wilcken Chr.155.17 (iii A. D.).
II = διάλεκτος II.2, D.C. 60.17.
III passage in a book, specimen of style, D.H.Dem. 21; phrase, Ἀττικαὶ διαλέξεις, title of work by Aristophanes of Byzantium.
IV popular discourse, lecture, Philostr.VS1.24.1, al., Diog.Oen.18, etc.; of the discourses of Epictetus, Gell.19.1.14.
Spanish (DGE)
διαλέξεως, ἡ
• Morfología: [jón. gen. διαλέξιος Hp.Carn.18; plu. ac. -ιας Hp.Decent.1]
1 discurso, disertación filosófica οὐράνιαι Νεφέλαι ... γνώμην καὶ διάλεξιν καὶ νοῦν ἡμῖν παρέχουσιν Ar.Nu.317, cf. Sch.Ar.ad loc., ἐῶ ... τὰς μηδὲν ἐς χρέος πιπτούσας διαλέξιας dejo de lado los discursos que no conducen a nada útil Hp.Decent.1, αἱ δὲ τῶν πολλῶν διαλέξεις ... σοφιστῶν Plu.2.41d, cf. 778b, τὴν Ἀναξιμένους διάλεξιν ... διαλέλυκεν D.L.6.57, οἱ δὲ τὴν διάλεξιν ταύτην Ἀλκινόῳ τῷ Στωικῷ ἀνατιθέντες los que adscriben este discurso a Alcínoo el Estoico Philostr.VS 528.
2 discusión, debate ἡ δὲ δ. ἀγῶνα καὶ σφοδρότητα προστίθησιν pero el debate añade la lucha y la vehemencia Plu.2.130c, φὴς ... διαλέξεις ἐν περιπάτοις προσήκειν Iul.ad Them.255b, πρὸς διάλεξιν ἐπιτηδείως εἶχε se hallaba suficientemente dotado para la discusión Philostr.VA 4.40, δ. ἐν τοῖς ἑταίροις Phot.Bibl.108b14, cf. 108a39.
3 conversación, charla μετὰ τὰς τοσαύτας διαλέξεις ἔδοξεν ἤδη ποτὲ καὶ δειπνεῖν Ath.116a, κηρύκειόν τε εἰς εἰρηνικῶν διαλέξεων σύμβολον ἀναδείξασα Hld.7.3.2, ἡ γὰρ εὐχὴ δ. ἐστι πρὸς τὸν θεόν Chrys.M.53.280, cf. M.59.180, δ. καὶ ὁμιλία Iambl.VP 104, δυσκίνητος δὲ ἦν περὶ τὰς διαλέξεις καὶ φιλονεικίας Eun.VS 502, cf. 460, 481, Hsch., plu. tít. de una obra de Epicteto, transmitida por Arriano, Gell.19.1.14, Δια[λ] έξε[ις] πρὸς Τυρίους tít. de una obra fil. de autor desc. CPF 1.2.1.17, cf. Max.Tyr.tít.
4 lenguaje, lengua op. φωνή pura ‘emisión de la voz’, Hp.Carn.18, de un pueblo τὸν μὴ καὶ τὴν διάλεξίν σφων ἐπιστάμενον (Ῥωμαίων) D.C.60.17.4, cf. Epit.8.24.8, 9.6.8
•op. φωνή ‘lengua’ dialecto παλαιστῖνοι καὶ φοίνικες τῇ σύρων χρῶνται φωνῇ, πολλὴν δὲ ὅμως ἡ δ. ἔχει διαφοράν Thdt.Qu.in Id.19, cf. Chrys.M.53.279.
5 palabra, expresión βαρβαρισμός· παράτονος διάλεξις Zonar.
6 plu. tratados, obras que son recopilación de discursos escritos ἐσήγετο δὲ ἐς τὰς διαλέξεις γεωμετρίαν, ἀστρονομίαν Philostr.VS 495 (= Hippias A 2), βιβλίον τι διαλέξεων διαφόρων Eus.HE 5.26, cf. 6.13.3
•tb. en sg. diálogo escrito διὰ τοῦτο ... τὴν διάλε[ξ] ιν ἐκείνην ἀπέστειλά σοι Diog.Oen.63.3.14, tít. de una obra anón. del s. V a.C. Dialex., I.
French (Bailly abrégé)
διαλέξεως (ἡ) :
entretien, discussion.
Étymologie: διαλέγομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάλεξις, διαλέξεως, ἡ [διαλέγομαι] redenering:. ἐῶ... τὰς μηδὲν ἐς χρέος πιπτούσας διαλέξεις ik laat de redeneringen terzijde die geen nuttig doel dienen Hp. Dec. 1.
German (Pape)
ἡ,
1 Unterredung, bes. wissenschaftliches Gespräch, Plut. öfter; im plur., Plat. Ep. VII.350d. Bei Ar. Nub. 316 = Redefertigkeit, Schol. λόγων ἐμπειρία.
2 Mundart, = διάλεκτος, Gramm.; auch DC. 60.17.
Russian (Dvoretsky)
διάλεξις: διαλέξεως ἡ
1 разговор, беседа, собеседование, Plat., Plut.;
2 красноречие (δ. καὶ νοῦς Arph.);
3 рассуждение (Epicteti philosophi διαλέξεις Gell.);
4 грам. = διάλεκτος 6.
Greek Monotonic
διάλεξις: διαλέξεως, ἡ (διαλέγομαι), ομιλία, συζήτηση, επιχειρηματολογία, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
διάλεξις: διαλέξεως, ἡ, ὁμιλία, συζήτησις, Ἀριστοφ. Νεφ. 317, Ἐπ. Πλάτ. 350D. II. =διάλεκτος ΙΙ, Δίων Κ. 60, 17.
Middle Liddell
διάλεξις, διαλέξεως n διαλέγομαι
discourse, arguing, Ar.
Translations
conversation
Afrikaans: gesprek; Albanian: llafosje, bisedë; Arabic: مُحَادَثَة, مُكَالَمَة, حِوَار; Armenian: խոսակցություն, զրույց, երկխոսություն; Asturian: conversación; Azerbaijani: söhbət, qonuşma, danışıq; Basque: elkarrizketa; Belarusian: размова, гутарка; Bhojpuri: 𑂥𑂰𑂞𑂍𑂯𑂲; Bulgarian: разговор, беседа, диалог, общуване, разговаряне; Burmese: အပြော; Catalan: conversa, conversació; Chinese Mandarin: 會話/会话, 談話/谈话, 對話/对话; Cornish: keskows, keskowsow; Crimean Tatar: qonuşma, subet, musaabe; Czech: konverzace, rozhovor; Dalmatian: conversatiaun; Danish: konversation, samtale; Dutch: gesprek, conversatie; Esperanto: konversacio, interparolo; Estonian: vestlus; Faroese: samrøða, prát; Finnish: keskustelu; French: conversation; Galician: conversación, conversa; Georgian: საუბარი, ლაპარაკი; German: Gespräch, Unterhaltung, Konversation; Alemannic German: Underhaltig; Greek: συνομιλία, συζήτηση, συνδιάλλαξη, συνδιάλεξη, κουβέντα; Ancient Greek: διαλάλησις, διάλεκτος, διάλεξις, διαλογή, διαλογισμός, διάλογος, διατριβή, διερμήνευσις, ἔντευξις, ἐντυχία, κοινολογία, λαλιά, λαλιή, λέσχαι, λέσχη, λόγος, μῦθος, ξυνουσία, ξυντυχία, ὁμίλησις, ὁμιλία, ὁμιλίη, προλαλιά, συλλάλημα, συλλάλησις, συλλαλιά, συνομιλία, συνουσία, συνουσίασμα, συνουσιασμός, συνουσίη, συντυχία, συντυχίη, τὸ λάλον, τὸ ὁμιλητόν; Hausa: batu; Hebrew: שִׂיחָה; Hindi: बातचीत; Hungarian: beszélgetés, társalgás; Icelandic: samtal; Indonesian: percakapan; Irish: comhrá; Italian: conversazione, dialogo, discorso; Japanese: 会話, 談話, 対話, 話, カンバセーション; Kannada: ಸಂಭಾಷಣೆ; Kazakh: сөйлесім, әңгіме; Khmer: សន្ទនា; Korean: 대화(對話), 회화(會話), 이야기; Kurdish Central Kurdish: گفتوگۆ, بارودۆخ; Northern Kurdish: suhbet; Kyrgyz: сүйлөшүү; Ladino: kolokyo, charla, lakirdi; Lao: ການສົນທະນາ; Latin: colloquium, sermo; Latvian: saruna; Lithuanian: pokalbis; Luganda: emboozi; Luxembourgish: Gespréich; Macedonian: разговор; Magahi: 𑂏𑂪𑂥𑂰𑂞; Malay: perbualan, percakapan; Malayalam: സംഭാഷണം; Maori: reoreo; Marathi: संवाद, संभाषण; Mongolian Cyrillic: яриа, үг; Norman: convèrsâtion; Norwegian Bokmål: samtale, konversasjon; Nynorsk: samtale, konversasjon; Oromo: haasaa; Persian: گفتگو, صحبت, مکالمه; Polish: rozmowa, konwersacja; Portuguese: conversa, conversação; Romanian: conversație, convorbire; Russian: разговор, беседа; Scottish Gaelic: còmhradh, agallamh; Serbo-Croatian Cyrillic: ра̏згово̄р; Roman: rȁzgovōr; Slovak: konverzácia, rozhovor; Slovene: pogȏvor; Spanish: conversación; Swahili: mazungumzo; Swedish: samtal, konversation; Tajik: гуфтугӯ, сӯхбат, муколама; Telugu: సంభాషణ; Thai: การสนทนา; Tibetan: སྐད་ཆ, བཀའ་མོལ; Tok Pisin: toktok; Turkish: sohbet, konuşma, muhabbet, diyalog; Turkmen: gürrüň, söhbet; Ukrainian: розмова, бесіда; Urdu: بات چیت; Uyghur: سۆھبەت, سۆزلىشىش, دىئالوگ, پاراڭلىشىش; Uzbek: suhbat, gaplashish, gap, soʻz, mukolama; Vietnamese: đối thoại; Volapük: spikot, spikotam; Welsh: sgwrs, ymddiddan; West Frisian: petear; Yiddish: שמועס, געשפּרעך