λακτιστής
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who kicks or tramples, ἵπποι λ. kicking horses, X.Mem.3.3.4; of a man, Plu.2.10c; ληνοῦ λ. treader of the winepress, AP9.403 (Maec.).
German (Pape)
[Seite 9] ὁ, der mit dem Fuße Ausschlagende, mit der Ferse Stoßende, Xen. Mem. 3, 3, 4 u. Sp.; – ληνοῦ, der Kelterer, Qu. Maec. 11 (IX, 403).
Greek (Liddell-Scott)
λακτιστής: -οῦ, ὁ, ὁ λακτίζων, ἵπποι λ., ἵπποι λακτίζοντες, Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 4, πρβλ. Πλούτ. 2. 10C· λ. ληνοῦ, ὁ πατῶν τὰς σταφυλὰς ἐν τῷ ληνῷ, Ἀνθ. Π. 9. 403.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
qui rue.
Étymologie: λακτίζω.